εὔ-βλητος

εὔ-βλητος

εὔ-βλητος, leicht zu treffen, dem Schuß ausgesetzt, App. Syr. 35 Civ. 2, 79.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βλητός — stricken masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλητός — ή, ό (Α βλητός, ή, όν) [βάλλω] αυτός που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως βλήμα, να εκτοξευθεί αρχ. 1. χτυπημένος 2. (για ζώα) ο βλητικός* …   Dictionary of Greek

  • βλητός — ή, ό αυτός που μπορεί να δεχθεί χτύπημα με βλήμα: Το στρατηγείο του εχθρού βρίσκεται σε βλητή απόσταση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βλητῶν — βλητός stricken fem gen pl βλητός stricken masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλητόν — βλητός stricken masc acc sg βλητός stricken neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βληταί — βλητός stricken fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλητοί — βλητός stricken masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλητοῦ — βλητός stricken masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλητούς — βλητός stricken masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραυνόβλητος — η, ο (Α κεραυνόβλητος, ον) ο χτυπημένος από κεραυνό, κεραυνόπληκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + βλητος (< βλητός < βάλλω), πρβλ. περί βλητος, ποθό βλητος] …   Dictionary of Greek

  • χιονόβλητος — ον, Α χιονισμένος («εἴτ ἐπ Ὀλύμπου κορυφαῑς ἱεραῑς χιονοβλήτοισι κάθησθε», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + βλητος (< βλητός < βάλλω), πρβλ. λιθό βλητος, πυρί βλητος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”