εὔ-βουλος

εὔ-βουλος

εὔ-βουλος, gut rathend, guten Rath gebend, einsichtsvoll, vorsichtig; Θέμις Pind. I. 7, 32, vgl. Ol. 13, 8; Soph. O. C. 951; Her. 8, 110; καὶ σοφὴ πόλις Plat. Rep. IV, 428 c; εὐβούλους νομίζομεν οἵτινες ἂν αὐτοὶ πρὸς αὑτοὺς ἄριστα περὶ τῶν πραγμάτων διαλεχϑῶσιν Isocr. 3, 8; compar., Ar. Pax 689; superl., Andoc. 1, 140. – Adv., εὐβούλως ἔχειν, wohl berathen sein, Aesch. Ch. 685; εὐβουλότατα, D. C. 43, 16.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θερμόβουλος — θερμόβουλος, ον (Α) αυτός που έχει θερμή ιδιοσυγκρασία, ο θερμόαιμος, ο ορμητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + βουλος (< βουλή < βούλομαι), πρβλ. δί βουλος, επί βουλος, σύμ βουλος] …   Dictionary of Greek

  • ετερόβουλος — ἑτερόβουλος, ον (Μ) αυτός που έχει διαφορετική γνώμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + βουλος (< βουλή) πρβλ. εύ βουλος, κακό βουλος] …   Dictionary of Greek

  • ευθύβουλος — εὐθύβουλος, ον (Μ) ευθύς στη σκέψη, με ορθή σκέψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + βουλος < βουλή (πρβλ. ά βουλος, κακό βουλος)] …   Dictionary of Greek

  • εύβουλος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος πολιτικός (405; – 330; π.Χ.). Ήταν συντηρητικών αρχών και έγινε γνωστός κυρίως για την πολυετή διαχείριση των οικονομικών των Αθηνών, τα οποία διηύθυνε από το 355 με εξαιρετική ικανότητα. Απέκτησε μεγάλη… …   Dictionary of Greek

  • θεόβουλος — θεόβουλος, ον, θηλ. και θεοβούλη (Α) (κατά τον Φώτ. και το λεξ. Σούδα) αυτός που δίνει θεϊκές συμβουλές. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + βουλος (< βουλή < βούλομαι), πρβλ. ά βουλος, σύμ βουλος] …   Dictionary of Greek

  • θρασύβουλος — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Τύραννος της Μιλήτου (6ος αι. π.Χ.). Με τέχνασμά του παραπλάνησε τον βασιλιά της Λυδίας, Αλυάττη, ο οποίος πολιορκούσε την πόλη, και τον ανάγκασε όχι μόνο να συμμαχήσει με τους Μιλήσιους αλλά και να… …   Dictionary of Greek

  • κακόβουλος — η, ο (ΑΜ κακόβουλος, ον) νεοελλ. αυτός που γίνεται με κακή πρόθεση («κακόβουλες διαδόσεις») νεοελλ. μσν. αυτός που σκέπτεται ή θέλει το κακό τού άλλου, κακεντρεχής, χαιρέκακος («κακόβουλος άνθρωπος») αρχ. 1. αυτός που σκέπτεται ασύνετα, ο ανόητος …   Dictionary of Greek

  • καλόβουλος — η, ο (Μ καλόβουλος, ον) αυτός που έχει αγαθά φρονήματα, ο καλός μσν. ο συνετός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + βουλος (< βουλή), πρβλ. ορθό βουλος, σκολιό βουλος] …   Dictionary of Greek

  • κλυτόβουλος — κλυτόβουλος, ον (Α) φημισμένος για τις συμβουλές του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + βουλος (< βουλή), πρβλ. αρκεσί βουλος, επί βουλος] …   Dictionary of Greek

  • κοινόβουλος — κοινόβουλος, ὁ (Α) 1. σύμβουλος 2. μέλος τής τοπικής συγκλήτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + βουλος (< βουλή), πρβλ. βαθύ βουλος, πολύ βουλος] …   Dictionary of Greek

  • κρυψίβουλος — η, ο (Μ κρυψίβουλος, ον) αυτός που κρύβει τους πραγματικούς σκοπούς και τις αληθινές σκέψεις και προθέσεις του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυψι (βλ. κρυπτ[ο] ) + βουλος (< βουλεύω < βουλή), πρβλ. αυτό βουλος, υστερό βουλος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”