εὔ-μουσος

εὔ-μουσος

εὔ-μουσος, in den Musenkünsten gebildet, mit Schönheitsgefühl u. Kunstsinn begabt, u. von Sachen, anmuthig, μολπή Eur. I. T 145; τιμαί, die von den Musen ertheilten, Ar. Th. 112; Sp., wie Luc. amor. 53. – Adv. εὐμούσως, Plut. u. a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Μοῦσος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μούσου — Μοῦσος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακόμουσος — η, ο (Α κακόμουσος, ον) ελλιπής στη μουσική, άμουσος, ακαλαίσθητος. επίρρ... κακομούσως με κακόμουσο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μουσος (< μοῦσα), πρβλ. ποικιλό μουσος, φιλό μουσος] …   Dictionary of Greek

  • ποικιλόμουσος — ον, Α αυτός που έχει ή παράγει ποικίλη, πλούσια μουσική αρμονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + μουσος (< μοῦσα), πρβλ. φιλό μουσος] …   Dictionary of Greek

  • πολύμουσος — ον, Α 1. προικισμένος με τα δώρα τών Μουσών 2. αυτός που έχει πολλές ικανότητες στις τέχνες, που έχει πολύπλευρο καλλιτεχνικό ταλέντο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μουσος (< μοῦσα), πρβλ. φιλό μουσος] …   Dictionary of Greek

  • φιλόμουσος — η, ο / φιλόμουσος, ον, ΝΑ αυτός που αγαπά τις Καλές Τέχνες και, ιδίως, τη μουσική, φιλότεχνος νεοελλ. (κατ επέκτ.) φιλομαθής αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόμουσον η φιλομουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + μουσος (< μοῦσα*), πρβλ. ποικιλό μουσος] …   Dictionary of Greek

  • Синдбадова книга — Синдибâд Нâме, Китâб(и)Синдибâд общее название для вост. вариантов странствующей повести о женских кознях и о семи (позже десяти) царских советниках, которые своими притчами о лукавстве женщин стараются разрушить козни царицы по отношению к… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Синдбадова книга — (Синдиб âд Нâме, Китâб (и)Синдибâд) общее название для восточных вариантов странствующей повести о женских кознях и о семи (позже десяти) царских советниках, которые своими притчами о лукавстве женщин стараются разрушить козни царицы по отношению …   Википедия

  • πάμμουσος — πάμμουσος, ον (Α) πάρα πολύ εύμουσος, μουσικότατος («πάμμουσος ἁρμονία», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + μουσος (< μοῦσα)] …   Dictionary of Greek

  • πτωχόμουσος — ον, Α αυτός που έχει φυσικά πνευματικά χαρίσματα αλλά είναι φτωχός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + μοῦσα (πρβλ. κακό μουσος)] …   Dictionary of Greek

  • υομουσία — ἡ, Α απαιδευσία στα σχετικά με τη μουσική. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὗς, ὑός «χοίρος» + μουσία (< μουσος < μοῦσα), πρβλ. φιλο μουσία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”