- εὔ-μοχθος
εὔ-μοχθος, voller Anstrengung, γυμνάς Ep. ad. 723 (App. 103).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὔ-μοχθος, voller Anstrengung, γυμνάς Ep. ad. 723 (App. 103).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μόχθος — μόχθος, ο και μόχτος, ο κόπος σωματικός, καταπόνηση, ταλαιπωρία, βάσανο: Βγάζει με μόχθο το ψωμί του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μόχθος — toil masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόχθος — και μόχτος, ο (ΑΜ μόχθος, Μ και μόχτος) 1. σωματικός κόπος, επίπονη προσπάθεια, καταπόνηση: 2. ταλαιπωρία μσν. 1. θλίψη 2. βιασύνη, σπουδή 3. βιοπάλη αρχ. 1. στον πληθ. οι μόχθοι οι δυσχέρειες, τα βάσανα 2. φρ. «μόχθος τέκνων» μόχθος υπέρ τών… … Dictionary of Greek
μόχθω — μόχθος toil masc nom/voc/acc dual μόχθος toil masc gen sg (doric aeolic) μοχθόω weary pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) μοχθόω weary imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόχθε — μόχθος toil masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόχθοι — μόχθος toil masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόχθοιο — μόχθος toil masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόχθοις — μόχθος toil masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόχθοισι — μόχθος toil masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόχθοισιν — μόχθος toil masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόχθον — μόχθος toil masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)