εὔ-δειπνος

εὔ-δειπνος

εὔ-δειπνος, 1) wohl gespeis't, bei Aesch. Ch. 477 mit reichlichem Todtenopfer versehen. – 2) δαίς, festliches, reichliches Mahl, Eur. Med. 100.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δεῖπνος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δείπνος — ο βλ. δείπνο …   Dictionary of Greek

  • δείπνος — ο βλ. δείπνο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μυστικός Δείπνος — Ο τελευταίος δείπνος του Ιησού Χριστού με τους μαθητές του, την προηγουμένη της σταύρωσής Του, το βράδυ του ιουδαϊκού Πάσχα, δηλαδή τη 14η του μήνα Νισάν, στην πρώτη πανσέληνο της άνοιξης, που συμπίπτει με τη Μεγάλη Πέμπτη. Ονομάζεται «μυστικός»… …   Dictionary of Greek

  • δεῖπνοι — δεῖπνος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δείπνο — το και δείπνος, ο (AM δεῑπνον, το και δεῑπνος, ο) 1. το βραδινό φαγητό («κι ανέγνοιος εκοιμούντονε, το δείπνο να χωνέψει» «ἔχουσι γεῡμα θλιβερόν, δεῑπνον ὀνειδισμένον» «χωρεῑν ἐπὶ δεῑπνον») 2. η ώρα τού βραδινού φαγητού (α. «θα γυρίσουμε κατά το… …   Dictionary of Greek

  • κλαυσίδειπνος — κλαυσίδειπνος, ον (Α) αυτός που κλαίει, που μεμψιμοιρεί για την ποιότητα ή την απώλεια δείπνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαυσι (< κλαίω, πρβλ. κλαῦσις) + δειπνος (< δεῖπνον), πρβλ. επιθυμό δειπνος, κωλυσί δειπνος. Σύνθ. τού τύπου τερψί μβροτος] …   Dictionary of Greek

  • σκοτόδειπνος — ον, Α αυτός που τρώει στο σκοτάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + δείπνος (< δεῖπνον / δεῖπνος), πρβλ. δωρό δειπνος] …   Dictionary of Greek

  • φερέδειπνος — ον, Μ αυτός που παραθέτει δείπνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + δείπνος (< δεῖπνον), πρβλ. δωρό δειπνος, φιλό δειπνος] …   Dictionary of Greek

  • Μιστράς — I Βυζαντινή πολιτεία της Πελοποννήσου, έξι χιλιόμετρα ΒΔ της Σπάρτης, ερειπωμένη σήμερα, η οποία στάθηκε στο προσκήνιο της ιστορίας για δύο αιώνες και τα ερείπιά της αποτελούν πολύτιμη πηγή για τη γνώση της ιστορίας, της τέχνης και του πολιτισμού …   Dictionary of Greek

  • κωλυσίδειπνος — κωλυσίδειπνος, ον (Α) (για είδος σαλιγκαριών που αν τά έτρωγε κάποιος στην αρχή τού δείπνου δεν μπορούσε να φάει τίποτε άλλο) αυτός που εμποδίζει το δείπνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κωλυσ τού κωλύω (πρβλ. κώλυσ ις) + δειπνος (< δεῖπνον), πρβλ. φιλό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”