εὔ-δενδρος

εὔ-δενδρος

εὔ-δενδρος, baumreich, mit schönen Bäumen, ἄλσος Pind. Ol. 8, 9; ὄχϑος N. 11, 25, vgl. P. 4, 74; χόρτοι, baumreiche Triften, Eur. I. T. 134; ὕλη Alc. Mess. 8 (VI, 218). Auch in Prosa, ὄρος Luc. Peregr. 21; χώρη εὐδενδροτάτη Hippocr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δένδρος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Οικισμός (38 κάτ.) του νομού Ευρυτανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγράφων. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 128 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Βρίσκεται κοντά στα όρια με τον νομό Άρτης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο… …   Dictionary of Greek

  • δένδρος — δένδρον tree neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μέγας Δένδρος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 480 μ., 91 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριχωνίδας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται Α της λίμνης Τριχωνίδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θέρμου. Υπήρξε η γενέτειρα του διδασκάλου του Γένους Ευγένιου Γιαννούλη (1597)… …   Dictionary of Greek

  • κατάδενδρος — η, ο (Α κατάδενδρος, ον) γεμάτος δένδρα («κατάδενδρο νησί»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δένδρος (< δένδρος), πρβλ. έν δενδρος, σύν δενδρος] …   Dictionary of Greek

  • δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… …   Dictionary of Greek

  • καλλίδενδρος — καλλίδενδρος, ον (Α) (για τόπο) 1. αυτός που έχει ωραία δένδρα 2. αυτός που έχει πλούσια δενδροφυτεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + δενδρος (< δένδρον), πρβλ. μεγαλό δενδρος, ολιγό δενδρος] …   Dictionary of Greek

  • κλυτόδενδρος — κλυτόδενδρος, ον (Α) αυτός που είναι περίφημος για τα δένδρα του («κλυτοδένδρου Πιερίης»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + δενδρος (< δένδρον), πρβλ. αγλαό δενδρος, φιλό δενδρος] …   Dictionary of Greek

  • παχύδενδρος — ον, Α αυτός που έχει πυκνή συστάδα δέντρων ή αυτός που έχει χοντρά δέντρα («παχυδένδροις ἄλσεσιν», Ιμέρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. παχυ * + δενδρος (< δένδρον), πρβλ. καλλί δενδρος] …   Dictionary of Greek

  • πρόσδενδρος — ον, Α (για ερπυστικά φυτά) αυτός που προσκολλάται σε δένδρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + δενδρος (< δένδρον), πρβλ. κατά δενδρος] …   Dictionary of Greek

  • σύνδενδρος — η, ο / σύνδενδρος, ον, ΝΑ (για τόπο) γεμάτος δένδρα, κατάφυτος από δένδρα («σύνδενδρος ὕλη», Βάβρ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ σύνδενδρον Ν τόπος κατάφυτος από δένδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + δενδρος (< δένδρον), πρβλ. κατά δενδρος] …   Dictionary of Greek

  • φιλόδενδρος — η, ο / φιλόδενδρος, ον, ΝΑ νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το φιλόδενδρο βοτ. α) γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια αροϊδες και το οποίο περιλαμβάνει 200 250 είδη μικρών δένδρων, αναρριχώμενων θάμνων, επίφυτων και,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”