- εὔ-ξαντος
εὔ-ξαντος, ϑρὶξ ἀμνοῦ, wohlgekrempelt, Theodorid. 3 (VI, 282).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὔ-ξαντος, ϑρὶξ ἀμνοῦ, wohlgekrempelt, Theodorid. 3 (VI, 282).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξαντός — ξαντός, ο και ξαντό, το νήμα από λινό ύφασμα για την επίδεση πληγών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξαντός — ή, ό [ξαίνω] 1. ξασμένος, λαναρισμένος 2. (το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ο ξαντός, το ξαντό α) κομμάτια ή νήματα από παλιό λινό ύφασμα τα οποία χρησιμοποιούνται για επίδεση τραυμάτων αντί για γάζα β) κουρέλια 3. (το ουδ.) είδος χοντρού υφάσματος… … Dictionary of Greek
νεόξαντος — και νιόξαντος, η, ο (Α νεόξαντος, ον) αυτός που έχει λαναριστεί πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ξαντος (< ξαίνω), πρβλ. εύ ξαντος] … Dictionary of Greek
πολύξαντος — ον, Α αυτός που τόν ξαίνουν, που τόν δέρνουν πολύ τα κύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ξαντός (< ξαίνω), πρβλ. νεό ξαντος] … Dictionary of Greek
εύξαντος — εὔξαντος, ον (Α) (για μαλλί) αυτό που ξαίνεται καλά ή εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ξαντός (< ξαίνω)] … Dictionary of Greek
ξαντό — το βλ. ξαντός … Dictionary of Greek
διακηρύξαντος — διακηρύσσω proclaim by herald aor part act masc/neut gen sg διακηρύ̱ξαντος , διακηρύσσω proclaim by herald aor part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διορύξαντος — διορύσσω dig through aor part act masc/neut gen sg διορύ̱ξαντος , διορύσσω dig through aor part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλλάξαντος — καταλλά̱ξαντος , καταλήγω leave off aor part act masc/neut gen sg (doric) καταλλάσσω change aor part act masc/neut gen sg καταλλάσσω change aor part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταμίξαντος — καταμί̱ξαντος , καταμίγνυμι aor part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπράξαντος — καταπράσσω accomplish aor part act masc/neut gen sg καταπράσσω accomplish aor part act masc/neut gen sg καταπρά̱ξαντος , καταπράσσω accomplish aor part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)