- πυργίδιον
πυργίδιον, τό, dim. von πύργος, Ar. Equ. 790.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυργίδιον, τό, dim. von πύργος, Ar. Equ. 790.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυργιδίοις — πυργίδιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Επιπυργιδία — Ἐπιπυργιδία, ἡ (Α) [πυργίδιον] (ως επίθ. τής Εκάτης και τής Αρτέμιδος στην Αθήνα) αυτή που βρίσκεται πάνω στους πύργους … Dictionary of Greek
πυργίδιο — το / πυργίδιον, ΝΜΑ (με υποκορ. σημ.) μικρός πύργος, πυργί αρχ. οικία απομονωμένη σε αγροικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύργος + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. σφαιρ ίδιον)] … Dictionary of Greek