- πυργίτης
πυργίτης, ὁ, fem. -ῖτις, vom Thurme, στροῠϑος, Thurmsperling, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυργίτης, ὁ, fem. -ῖτις, vom Thurme, στροῠϑος, Thurmsperling, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυργίτης — of a tower masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυργίτης — ο, ΝΑ, και θηλ. πυργῑτις, ίτιδος, Α ονομασία τού ξηροβατικού πτηνού σπίζα η κοινή, ο σπουργίτης αρχ. 1. αυτός που ανήκει σε πύργο 2. το θηλ. (κατά τον Ησύχ.) είδος φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύργος + κατάλ. ίτης/ ῖτις (πρβλ. σελην ίτης / σελην ῖτις)] … Dictionary of Greek
πυργίται — πυργίτης of a tower masc nom/voc pl πυργίτᾱͅ , πυργίτης of a tower masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυργιτῶν — πυργίτης of a tower masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυργίταις — πυργίτης of a tower masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυργίτην — πυργίτης of a tower masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυργίτου — πυργίτης of a tower masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυργίτας — πυργίτᾱς , πυργίτης of a tower masc acc pl πυργίτᾱς , πυργίτης of a tower masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Пирогощая — (1) 1. О церкви или монастыре богородицы в Киеве на Подоле: Игорь ѣдетъ по Боричеву къ святѣи Богородици Пирогощеи. 45. 1131: В то же лѣто заложи церковь Мстиславъ святыя богородица Пирогощюю. Лавр. лет., 301 (1377 г.). 1136: Томь лѣтѣ церкви… … Словарь-справочник "Слово о полку Игореве"
πύργος — Με τη λέξη πύργος εννοούμε γενικά ένα κτίριο στο οποίο χαρακτηριστικά υπερέχει η διάσταση του ύψους και το οποίο, συγχρόνως, έχει ένα γενικά κλειστό, αυστηρό και έντονα αμυντικό χαρακτήρα. Aυτή η μορφή κτιρίου, ή κατασκευής γενικότερα, έχει… … Dictionary of Greek
σκαθάρι — το, και σκάθαρος, ο, Ν 1. κοινή ονομασία εντόμων 2. κοινή ονομασία τού περκόμορφου ψαριού Spondyliosoma cantharus που αφθονεί στις ελληνικές θάλασσες και συγγενεύει με τον σπάρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. κανθάριον / κάνθαρος, με προθετικό σ (πρβλ.… … Dictionary of Greek