- πυργίον
πυργίον, τό, dim. von πύργος, Luc. Pseudol. 19 Vit. auct. 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυργίον, τό, dim. von πύργος, Luc. Pseudol. 19 Vit. auct. 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυργίον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυργίον — τὸ, ΜΑ βλ. πυργί(ο) … Dictionary of Greek
Πύργιον — Πυργίων masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυργία — πυργίον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυργίοις — πυργίον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυργίου — πυργίον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυργίων — πυργίον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυργίῳ — πυργίον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Birgi (Ödemiş) — Birgi Pyrgion Administration Pays … Wikipédia en Français
ακροπύργιο — το (Μ ἀκροπύργιον) ο ψηλότερος από τους πύργους ενός φρουρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + πυργίον, υποκορ. τού πύργος] … Dictionary of Greek
μεσοπύργιον — μεσοπύργιον, τὸ (Α) το τείχος μεταξύ δύο πύργων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + πύργος (πρβλ. προ πύργιον)] … Dictionary of Greek