πυρι-άλωτος

πυρι-άλωτος

πυρι-άλωτος, mit Feuer verheert, Philostr. imagg. 2, 17, von Jacobs ib. p. 498 vertheidigt.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πυριάλωτος — ον, Α (για θαλασσινά πουλιά) αυτός που συλλαμβάνεται ή αφανίζεται από τη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + άλωτος (< ἁλίσκομαι), πρβλ. δόρυ άλωτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”