- πυργίσκιον
πυργίσκιον, τό, dim. von πυργίσκος, Schol. Aesch. Sot. 163.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυργίσκιον, τό, dim. von πυργίσκος, Schol. Aesch. Sot. 163.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυργίσκιον — τὸ, Α [πυργίσκος] (με υποκορ. σημ.) μικρός πύργος, πυργισκάριον* … Dictionary of Greek
πυργισκίων — πυργίσκιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)