πυρι-θαλπής

πυρι-θαλπής

πυρι-θαλπής, ές, am od. im Feuer erwärmt; sp. D., wie Ap. Rh. 4, 926; Nic. Th. 40; ὄχημα, Apollonds. 4 (VII, 742); ὕδωρ , Ep. ad. 472 (IX, 632).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ζωθαλπής — ζωθαλπής, ές, θηλ. και ζώθαλπις, ιδος (Α) αυτός που θερμαίνει, που περιθάλπει τη ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + θαλπης (< θάλπω), πρβλ. ηλιο θαλπής, πυρι θαλπής] …   Dictionary of Greek

  • ηλιοθαλπής — ἡλιοθαλπής, ές (Α) αυτός που θερμαίνεται από τον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἡλιο * + θαλπης (< θάλπος), πρβλ. δυσ θαλπής, πυρι θαλπής] …   Dictionary of Greek

  • πολυθαλπής — ές, ΜΑ πολύ θαλπερός, πολύ θερμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θαλπής (< θάλπος, τό «θέρμη»), πρβλ. δυσ θαλπής, πυρι θαλπής] …   Dictionary of Greek

  • χαιροθαλπής — ές, Α αυτός που προξενεί ευχάριστο αίσθημα θαλπωρής. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαίρω + θαλπής (< θάλπος < θάλπω), πρβλ. πυρι θαλπής] …   Dictionary of Greek

  • πυριθαλπής — ές, Α αυτός που θερμαίνεται στη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + θαλπής (< θάλπος < θάλπω), πρβλ. ηλιο θαλπής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”