- πυργο-μάχος
πυργο-μάχος, einen Thurm angreifend, Ath. IV, 154 f.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυργο-μάχος, einen Thurm angreifend, Ath. IV, 154 f.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυργομάχος — ον, Α αυτός που μάχεται εναντίον πύργου ή αυτός που μάχεται από πύργο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύργος + μάχος (< μάχομαι), πρβλ. θαλασσο μάχος] … Dictionary of Greek
πυργομαχώ — έω, Α 1. επιτίθεμαι εναντίον πύργου 2. μάχομαι από πύργο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύργος + μαχῶ (< μάχος < μάχομαι), πρβλ. ναυ μαχῶ] … Dictionary of Greek
σφυγμομαχώ — έω, Μ (σκωπτικά) μάχομαι κατά τών σφυγμών, προσπαθώ να ελαττώσω την παθολογική συχνότητα τών σφυγμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφυγμός + μαχῶ (< μάχος < μάχομαι), πρβλ. πυργο μαχώ] … Dictionary of Greek