εὔ-σχολος

εὔ-σχολος

εὔ-σχολος, müßig, ruhig, Pol. 4, 32, 6; εὐσχολώτερος καὶ ἀταρακτότερος M. Ant. 4, 24.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εύσχολος — εὔσχολος, ον (Α) 1. ο εύκαιρος 2. αυτός που δεν είναι απασχολημένος (ιδίως σε πόλεμο) 3. ήσυχος, ήρεμος 4. αυτός που έχει τον χρόνο να ασχοληθεί σοβαρά, να αφοσιωθεί σε κάτι. επίρρ... εὐσχόλως (Μ) με εύσχολο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σχολος (< …   Dictionary of Greek

  • κακόσχολος — κακόσχολος, ον (Α) 1. αυτός που σπαταλά τον χρόνο τής σχόλης του κακώς 2. (κλητ. εν. αρσ.) κακόσχολε μηδαμινέ 3. φρ. «κακόσχολοι πνοαί» άνεμοι που ενισχύουν την τεμπελιά, τη ραθυμία 4. ράθυμος, οκνηρός, τεμπέλης. επίρρ... κακοσχόλως (Α) 1. χωρίς… …   Dictionary of Greek

  • ματαιόσχολος — η, ο (Μ ματαιόσχολος, ον) αυτός που ασχολείται με μάταια και ανώφελα πράγματα, ο ματαιόσπουδος. επίρρ... ματαιόσχολα (Μ ματαιόσχολα) με τρόπο ματαιόσχολο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + σχολος (< σχολή), πρβλ. αργό σχολος] …   Dictionary of Greek

  • ομόσχολος — ὁμόσχολος, ον (Α) συμμαθητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + σχολος (< σχολή), πρβλ. εύ σχολος] …   Dictionary of Greek

  • πρόσχολος — ὁ, Α βοηθός τού διδασκάλου σε ένα σχολείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + σχολος (< σχολή), πρβλ. εύ σχολος] …   Dictionary of Greek

  • σύσχολος — ὁ, Μ συσχολαστής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + σχολος (< σχολή «αργία, ανάπαυση»), πρβλ. ἀπό σχολος] …   Dictionary of Greek

  • υπόσχολος — ὁ, Α υποδιδάσκαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σχολος (< σχολή), πρβλ. πρό σχολος] …   Dictionary of Greek

  • άσχολος — ἄσχολος, ον (Α) 1. απασχολημένος, αυτός που δεν ευκαιρεί, που δεν έχει καιρό 2. (για πράξεις κ.λπ.) συνεχής, αδιάκοπος, αδιάλειπτος 3. ο μη καταγινόμενος με κάτι 4. «ἄσχολος χρόνος» ο χρόνος κατά τον οποίο δουλεύει κανείς συνέχεια, ο γεμάτος… …   Dictionary of Greek

  • αργόσχολος — η, ο αυτός που δεν έχει καμιά σοβαρή απασχόληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αργός (II) + σχολος < σχολή «αργία, απραξία» (πρβλ. πολυάσχολος, κακόσχολος κ.ά.). Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • πρωτόσχολος — και πρωτόσκολος, ο, Ν (κατά την παλαιά αλληλοδιδακτική μέθοδο) ο καλύτερος μαθητής κάθε τάξης ο οποίος βοηθούσε στη διδασκαλία τών άλλων μαθητών και επόπτευε για την ευταξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + σχολος (< σχολή). Η λ. μαρτυρείται από το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”