- εὔ-σως
εὔ-σως (s. σῶς), = εὔσοος, acc. plur., Bato Ath. III, 103 (V. 10).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὔ-σως (s. σῶς), = εὔσοος, acc. plur., Bato Ath. III, 103 (V. 10).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σῶς — σός thy adverbial σῶς safe and sound masc/fem acc pl σῶς safe and sound masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σώς — (I) σῶν, Α βλ. σώος. (II) ὁ, Α βλάστηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. συνηρ. τ. τού σόος/ σοῦς*] … Dictionary of Greek
σώς — σός thy masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάα — σῶς safe and sound neut nom/voc/acc pl (doric) σάᾱ , σῶς safe and sound fem nom/voc/acc dual (doric) σάᾱ , σῶς safe and sound fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάον — σῶς safe and sound masc acc sg (doric) σῶς safe and sound neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σῴων — σῶς safe and sound fem gen pl (attic) σῶς safe and sound masc/neut gen pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σῷον — σῶς safe and sound masc acc sg (attic) σῶς safe and sound neut nom/voc/acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωότεροι — σῶς safe and sound masc nom/voc comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάην — σῶς safe and sound fem acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάοι — σῶς safe and sound masc nom/voc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάος — σῶς safe and sound masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)