- εὔ-σχημος
εὔ-σχημος, = εὐσχήμων, D. Cass. 44, 2. – Adv., εὐσχήμως πεσεῖν Eur. Hec. 569.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὔ-σχημος, = εὐσχήμων, D. Cass. 44, 2. – Adv., εὐσχήμως πεσεῖν Eur. Hec. 569.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ετερόσχημος — ἑτερόσχημος, ον (ΑΜ) μσν. αυτός που έχει διαφορετικό σχήμα ή μορφή αρχ. αυτός που δεν είναι τακτικός ή κανονικός, ο ακανόνιστος, ο άτακτος («ἑτερόσχημα διαλείμματα», Ηλιόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + σχημος (< σχήμα), (πρβλ. κακό σχημος, εύ… … Dictionary of Greek
εύσχημος — η, ο (Α εὔσχημος, ον) αυτός που έχει ωραίο σχήμα, ευπρεπή εμφάνιση, ο κόσμιος νεοελλ. αυτός που είναι επιφανειακά δικαιολογημένος, ο ευλογοφανής («εύσχημη άρνηση»). επίρρ... ευσχήμως (Α εὐσχήμως) με τρόπο εύσχημο, ευπρεπώς, αξιοπρεπώς νεοελλ.… … Dictionary of Greek
κακόσχημος — η, ο (Α κακόσχημος, ον) αυτός που έχει κακό σχήμα, κακοφτειαγμένος, ασουλούπωτος, δύσμορφος αρχ. κακοσχήμων*. απρεπής, άτοπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + σχημος (< σχῆμα), πρβλ. ετερό σχημος, μεγαλό σχημος] … Dictionary of Greek
κιβωτιόσχημος — η, ο αυτός που έχει σχήμα κιβωτίου («κιβωτιόσχημοι τάφοι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κιβώτιο + σχημος (< σχῆμα), πρβλ. καρδιό σχημος, παπυρό σχημος] … Dictionary of Greek
κοραλλιόσχημος — η, ο αυτός που έχει σχήμα κοραλλιού, κοραλλιοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοράλλιον + σχημος (< σχήμα), πρβλ. παπυρό σχημος, πεταλό σχημος] … Dictionary of Greek
κωδωνόσχημος — η, ο αυτός που έχει σχήμα όμοιο μ εκείνο τού κώδωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώδων + σχημος (< σχήμα), πρβλ. παπυρό σχημος, πεταλό σχημος. Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στον Άγγ. Βλάχο] … Dictionary of Greek
λαγηνόσχημος — η, ο αυτός που έχει σχήμα λαγηνιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγήνι + σχημος (< σχήμα), πρβλ. μεγαλό σχημος, πεταλό σχημος] … Dictionary of Greek
άσχημος — και άσκημος, η, ο (AM ἄσχημος, ον) Ι. αυτός που δεν έχει ωραία εμφάνιση, δύσμορφος μσν. νεοελλ. 1. δυσάρεστος, δυσμενής («άσχημα μαντάτα») 2. (για λόγια) προσβλητικός, υβριστικός 3. (για παράπτωμα) σοβαρός νεοελλ. 1. φοβερός, οικτρός 2. κακός,… … Dictionary of Greek
μεγαλόσχημος — η, ο (ΑM μεγαλόσχημος, ον) 1. μεγάλος στη μορφή ή στην εμφάνιση, ογκώδης 2. (το αρσ. για μοναχό) αυτός που έφτασε στον ανώτερο βαθμό τού ασκητικού βίου, αλλ. μεγαλοσχήμων νεοελλ. 1. αυτός που εμφανίζεται σαν σπουδαίος, σπουδαιοφανής 2. αυτός που… … Dictionary of Greek
μικρόσχημος — η, ο (Μ μικρόσχημος, ον) (για μοναχό, μοναχή) αυτός που φορά το «μικρό σχήμα», δηλ. μοναχικό ένδυμα, διότι ανήκει στη δεύτερη από τις τρεις κατηγορίες στις οποίες κατατάσσονται οι μοναχοί, αρχάριος, εισαγωγικός μοναχός νεοελλ. αυτός που έχει… … Dictionary of Greek
μονόσχημος — μονόσχημος, ον (Α) 1. αυτός που αποτελείται από ένα μόνο σχήμα, από μία μορφή 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μονόσχημον η χρησιμοποίηση ενός μόνο σχήματος, μιας μορφής, ενός τύπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + σχημος (< σχῆμα), πρβλ. πολύ σχημος] … Dictionary of Greek