εὔ-σφυρος

εὔ-σφυρος

εὔ-σφυρος, ep. ἐΰσφυρος, mit schönen Knöcheln (schönen Füßen), Amphitrite, Hes. Th. 254, u. sonst von schönen Frauen, Sc. 16; Rufin. 19 (V, 76); Theocr. 28, 13. – Auch πούς, Eur. Hel. 1570; ὄναγρος Opp. Cyn. 3, 183; Ἑρμῆς Man. 4, 328.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καλλίσφυρος — καλίσφυρος, ον, θηλ. και καλλισφύρα (Α) αυτός που έχει ωραίους αστραγάλους («καλλίσφυρος Ἰνώ», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + σφυρος (< σφυρόν «αστράγαλος»), πρβλ. λευκό σφυρος, ροδό σφυρος] …   Dictionary of Greek

  • λεπτόσφυρος — λεπτόσφυρος, ον (Μ) αυτός που έχει λεπτά σφυρά, λεπτούς αστραγάλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + σφυρος (< σφυρόν «αστράγαλος»), πρβλ. λευκό σφυρος, τανύ σφυρος] …   Dictionary of Greek

  • περίσφυρος — ον, Α 1. περισφύριος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ περίσφυρον το περισφύριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σφυρόν (πρβλ. λευκό σφυρος, παρά σφυρος)] …   Dictionary of Greek

  • τανύσφυρος — και τανίσφυρος, ον, Α αυτός που έχει μακριά και λεπτά σφυρά ή μακριά πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ (< αμάρτυρο επίθ. *τανύς, βλ. λ. τείνω) + σφυρος (< σφυρόν «πόδι»), πρβλ. λευχό σφνρος. Ο τ. τανίσφυρος έχει σχηματιστεί είτε κατά το καλλί… …   Dictionary of Greek

  • χλιδανόσφυρος — ον, Α αυτός που έχει τρυφερούς αστραγάλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλιδανός «μαλακός» + σφυρος (< σφυρόν «αστράγαλος»), πρβλ. λευκό σφυρος] …   Dictionary of Greek

  • λευκόσφυρος — λευκόσφυρος, ον (Α) (για την Ήβη) αυτή που έχει λευκούς αστραγάλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + σφυρος (< σφυρόν «αστράγαλος»)] …   Dictionary of Greek

  • ολόσφυρος — (I) ὁλόσφυρος, ον (ΑΜ) ολοσφυρήλατος* μσν. αυτός που αποτελεί μια συμπαγή ολότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + σφῦρα]. (II) ὁλόσφυρος, ον (Α) αυτός που έχει σφυρά, αστραγάλους οι οποίοι δεν έχουν αποσπαστεί μεταξύ τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + σφυρόν …   Dictionary of Greek

  • ομόσφυρος — (I) ὁμόσφυρος, ον (Α) 1. αυτός που περπατά συντροφιά με κάποιον, συνοδοιπόρος 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὁμόσφυρος ἀδελφή» 3. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «ὁμόσφυρος ὁ ἀδελφός, διὰ τὸ περὶ τὰ αὐτὰ σφυρὰ τῆς μητρὸς πεσεῑν γεννηθέντα». [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) …   Dictionary of Greek

  • ορθόσφυρος — ὀρθόσφυρος, ον (Α) αυτός που έχει ευθείς αστραγάλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + σφυρόν «αστράγαλος» (πρβλ. λευκό σφυρος)] …   Dictionary of Greek

  • πολιόσφυρος — ον, Α αυτός που έχει υπόλευκα σφυρά, ασπριδερούς αστραγάλους («ὃς ἵπποισι... ἐμίγνυτο πολιοσφύροις», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολιός «ψαρός, υπόλευκος» + σφυρόν «αστράγαλος» (πρβλ. λευκό σφυρος)] …   Dictionary of Greek

  • ροδόσφυρος — ον, Α αυτός που έχει ρόδινα σφυρά, ρόδινους αστραγάλους (α. «ῥοδόσφυρος Ἠριγένεια», Κόιντ β. «ῥοδόσφυροι Χάριτες», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + σφυρόν «αστράγαλος» (πρβλ. λευκό σφυρος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”