- εὔ-στολος
εὔ-στολος, wohl gerüstet, wie εὐσταλής, ναῦς Soph. Phil. 512; ἐΰστολος ὁλκάς Ap. Rh. 1, 603. Bei Schol. Il. 1, 429 wird εὔζωνος dadurch erklärt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὔ-στολος, wohl gerüstet, wie εὐσταλής, ναῦς Soph. Phil. 512; ἐΰστολος ὁλκάς Ap. Rh. 1, 603. Bei Schol. Il. 1, 429 wird εὔζωνος dadurch erklärt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στόλος — equipment masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στόλος — Το σύνολο των πολεμικών πλοίων ενός κράτους, καθώς και το σύνολο των εμπορικών πλοίων μιας χώρας ή μιας εφοπλιστικής εταιρείας. Όσον αφορά τις πολεμικές μονάδες, ο ίδιος όρος μπορεί επίσης να δείχνει μέρη μόνο του συνόλου των πολεμικών πλοίων… … Dictionary of Greek
στόλος — ο 1. σύνολο πολεμικών πλοίων: Απέπλευσε ο στόλος. 2. «εμπορικός στόλος», το σύνολο των εμπορικών πλοίων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στόλοι — στόλος equipment masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στόλοιν — στόλος equipment masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στόλοις — στόλος equipment masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στόλον — στόλος equipment masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στόλου — στόλος equipment masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στόλους — στόλος equipment masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στόλων — στόλος equipment masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στόλῳ — στόλος equipment masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)