εὔ-σφυκτος

εὔ-σφυκτος

εὔ-σφυκτος, mit gutem Pulsschlage, Medic.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ετερόσφυκτος — ἑτερόσφυκτος, ον (Α) ιατρ. αυτός που έχει διαφορετικό, μεταβαλλόμενο κάθε φορά σφυγμό, αυτός που έχει άνισες σφύξεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + σφυκτος (< σφύζω), πρβλ. εύ σφυκτος, πολύ σφυκτος] …   Dictionary of Greek

  • εύσφυκτος — εὔσφυκτος, ον (Α) αυτός που έχει καλό σφυγμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σφυκτος (< σφύζω), πρβλ. ετερό σφυκτος, πολύ σφυκτος)] …   Dictionary of Greek

  • κακόσφυκτος — κακόσφυκτος, ον (Α) αυτός που έχει άτακτο, ανώμαλο σφυγμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + σφυκτος (< σφύζω), πρβλ. μικρό σφυκτος, μεγαλό σφυκτος] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλόσφυκτος — μεγαλόσφυκτος, ον (Α) αυτός που έχει δυνατό σφυγμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + σφυκτος (< σφύζω), πρβλ. εύ σφυκτος, κακό σφυκτος] …   Dictionary of Greek

  • μικρόσφυκτος — μικρόσφυκτος, ον (Α) αυτός που έχει μικρό, αδύνατο σφυγμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + σφυκτός (< σφύζω), πρβλ. κακό σφυκτος, μεγαλό σφυκτος] …   Dictionary of Greek

  • μακρόσφυκτος — μακρόσφυκτος, ον (Α) αυτός που έχει αραιούς σφυγμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + σφυκτος (< σφύζω), πρβλ. ά σφυκτος] …   Dictionary of Greek

  • πολύσφυκτος — ον, Α πιθ. αυτός που έχει πολλούς σφυγμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σφυκτος (< σφύζω), πρβλ. κακό σφυκτος] …   Dictionary of Greek

  • πυκνοσφυξία — ἡ, Α ταχυπαλμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + σφυξία (< σφυκτος < σφύζω), πρβλ. α σφυξία] …   Dictionary of Greek

  • asphyktisch — asphỵktisch [aus gr. ἀσϕυϰτος = ohne Pulsschlag]: pulslos, der Erstickung nahe, ↑Asphyxie zeigend …   Das Wörterbuch medizinischer Fachausdrücke

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”