εὔ-στρεπτος

εὔ-στρεπτος

εὔ-στρεπτος, ep. ἐΰστρεπτος, wohlgedreht, βοεῖς, Riemen, Od. 2, 426. 15, 291; κάλως Orph. Arg. 237; βρόχοι Opp. Cvn. 3, 258; πόδες, gewandt, Ep. ad. (IX, 533).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στρεπτός — easily twisted masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρεπτός — ή, ό / στρεπτός, ή, όν, ΝΜΑ [στρέφω] 1. συνεστραμμένος, στριμμένος (α. «στρεπτό καλώδιο» β. «στρεπταῑς λύγοισι σῶμα συμπεπλεγμένους», Ευρ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο στρεπτός περιδέραιο από συνεστραμμένο μέταλλο ή από αλυσίδα νεοελλ. αυτός που μπορεί… …   Dictionary of Greek

  • στρεπταῖς — στρεπτός easily twisted fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρεπταί — στρεπτός easily twisted fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρεπτοί — στρεπτός easily twisted masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρεπτούς — στρεπτός easily twisted masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρεπτᾶς — στρεπτός easily twisted fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρεπτῆς — στρεπτός easily twisted fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρεπτῇ — στρεπτός easily twisted fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρεπτῇσι — στρεπτός easily twisted fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρεπτῇσιν — στρεπτός easily twisted fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”