- εὔ-στρωτος
εὔ-στρωτος, wohl gebreitet, mit Polstern bedeckt, λέχος H. h. Ven. 158 Cer. 286; λέκτρα Nonn. D. 18, 164.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὔ-στρωτος, wohl gebreitet, mit Polstern bedeckt, λέχος H. h. Ven. 158 Cer. 286; λέκτρα Nonn. D. 18, 164.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στρωτός — spread masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρωτός — ή, ό / στρωτός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που έχει στρωθεί, που έχει καλυφθεί, ο στρωμένος νεοελλ. συνεκδ. 1. αυτός που χαρακτηρίζεται για την ομαλότητά του, ομαλός, κανονικός (α. «στρωτό βάδισμα» β. «στρωτό γράψιμο» γ. «στρωτά μαλλιά» ίσια μαλλιά χωρίς… … Dictionary of Greek
στρωτός — ή, ό επίρρ. ά 1. στρωμένος. 2. κανονικός, ομαλός: Τους έδωσε να μεταφράσουν ένα στρωτό κείμενο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στρωτά — στρωτός spread neut nom/voc/acc pl στρωτά̱ , στρωτός spread fem nom/voc/acc dual στρωτά̱ , στρωτός spread fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρωτοῖς — στρωτός spread masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρωτοῖσι — στρωτός spread masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρωτοῦ — στρωτός spread masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρωτούς — στρωτός spread masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακόστρωτος — κακόστρωτος, ον (Α) αυτός που δεν είναι καλά στρωμένος, γεμάτος πτυχές («σπαρνὰς παρήξεις καὶ κακοστρώτους» Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + στρωτος (< στρωτός < στρώννυμι), πρβλ. ορθό στρωτος, πορφυρό στρωτος] … Dictionary of Greek
φυλλόστρωτος — ον και φυλλοστρώς, ῶτος, ὁ, ἡ, τὸ, Α στρωμένος, σκεπασμένος με φύλλα (α. «χαμεύνας φυλλοστρώτους», Ευρ. β. «φυλλοστρῶτι πέδῳ», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + στρωτος (< στρωτός < στόρνυμι), πρβλ. λιθό στρωτος, πορφυρό στρωτος] … Dictionary of Greek
χαμαίστρωτος — ον, ΜΑ στρωμένος καταγής αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ χαμαίστρωτος χαμαιστρωσία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + στρωτος (< στρωτός), πρβλ. δύ στρωτος, πορφυρό στρωτος] … Dictionary of Greek