εὔ-στροφος

εὔ-στροφος

εὔ-στροφος, ep. ἐΰστροφος, = εὐστρεφής, σφενδόνη Il. 13, 599. 716; – leicht zu lenken, zu wenden, lenksam, ναῦς Eur. I. A. 293; ζῷον Plat. Critia. 109 c; öfter bei Sp., πρὸς τὰ παλαίσματα Schol. Ar. Ach. 627. Auch ψυχή, Plut., λόγος πρὸς ἀπαντήσεις εὔστρ. reip. ger. praec. 8. – Adv., τέϑριππον ἔλκων εὐστρόφως Stat. athl. 53 (Plan. 385).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στρόφος — twisted band masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρόφος — ο, ΝΜΑ, και στρόπος Ν ισχυρός κωλικόπονος εξαιτίας συστροφής τών εντέρων νεοελλ. 1. είδος σχοινιού με συνδεδεμένα τα άκρα που χρησιμεύει ως αρτάνη κατά τις φορτώσεις βαρέων αντικειμένων, στροφίδα 2. ιατρ. ο ειλεός εκ συστροφής μσν. 1. στροβίλισμα …   Dictionary of Greek

  • στρόφοι — στρόφος twisted band masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρόφοις — στρόφος twisted band masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρόφοισι — στρόφος twisted band masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρόφον — στρόφος twisted band masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρόφου — στρόφος twisted band masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρόφους — στρόφος twisted band masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρόφων — στρόφος twisted band masc gen pl στροφάω turn hither and thither imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) στροφάω turn hither and thither imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρόφῳ — στρόφος twisted band masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ετερόστροφος — η, ο (Α ἑτερόστροφος, ον) νεοελλ. αυτός που στρέφεται κατά διεύθυνση αντίθετη από τη συνηθισμένη ή από τη διεύθυνση την οποία ακολουθεί άλλος αρχ. 1. (για ποιήματα) αυτός που αποτελείται από δύο στροφές ποικίλου ρυθμού 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”