- εὑρέτρια
εὑρέτρια, ἡ, dasselbe, D. Sic. 5, 67.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὑρέτρια, ἡ, dasselbe, D. Sic. 5, 67.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευρέτρια — εὑρέτρια, ἡ (Α) η ευρέτις* … Dictionary of Greek
εὑρέτρια — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὑρέτριαν — εὑρέτρια fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρίσκω — και βρέσκω (AM εὑρίσκω) 1. συναντώ κάποιον ή κάτι που ζητούσα, ανταμώνω 2. ανακαλύπτω κάτι χαμένο 3. φθάνω σ αυτό που επιδίωκα 4. ανακαλύπτω τυχαία, συναντώ κατά τύχη 5. εφευρίσκω, επινοώ, μηχανεύομαι 6. έχω από παράδοση, αποκτώ από κληρονομιά 7 … Dictionary of Greek