- εὑρέτις
εὑρέτις, ιδος, ἡ, fem. zu εὑρετής, die Erfinderinn, Soph. frg. 88; Antp. Sid. 35 (Plan. 220); der acc. εὑρέτιν, D. Sic. 1, 25, spricht gegen die Accentuation εὑρετίς, die dem masc. analog wäre.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὑρέτις, ιδος, ἡ, fem. zu εὑρετής, die Erfinderinn, Soph. frg. 88; Antp. Sid. 35 (Plan. 220); der acc. εὑρέτιν, D. Sic. 1, 25, spricht gegen die Accentuation εὑρετίς, die dem masc. analog wäre.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευρέτις — η (Α εὑρέτις, ιδος) βλ. ευρετής … Dictionary of Greek
εὑρέτις — εὑρετής an inventor fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὑρέτιδας — εὕρετις fem acc pl εὑρετής an inventor fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὑρέτιδες — εὕρετις fem nom/voc pl εὑρετής an inventor fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
обрѣтьникъ — ОБРѢТЬНИК|Ъ (1*), А с. То же, что обрѣтатель в 1 знач. Образн.: ѡбрѣтни(к) бо злы(х) кривовѣрство… како же чл҃вкъ хотѧху обинутисѧ иже бж(с)тва не пощадѣвше (εὑρέτις) ГБ XIV, 182в … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
HYGIAEA — Minerva a medetidi arte sic dicta. Nic. Lloyd. Marshamo Isis est, Φαρμάκων πολλῶν πρὸς ὑγείων ἐυρέτις, medicamentorum multorum inventrix, Diod. Sic. l. 1. quâ Salutem Romani dixêre. Vide Salus … Hofmann J. Lexicon universale
βρίσκω — και βρέσκω (AM εὑρίσκω) 1. συναντώ κάποιον ή κάτι που ζητούσα, ανταμώνω 2. ανακαλύπτω κάτι χαμένο 3. φθάνω σ αυτό που επιδίωκα 4. ανακαλύπτω τυχαία, συναντώ κατά τύχη 5. εφευρίσκω, επινοώ, μηχανεύομαι 6. έχω από παράδοση, αποκτώ από κληρονομιά 7 … Dictionary of Greek
ευρέτρια — εὑρέτρια, ἡ (Α) η ευρέτις* … Dictionary of Greek
ευρετής — και ευρέτης, ο (ΑΜ εὑρετής, θηλ. εὑρέτις, ιδος) αυτός που εφευρίσκει, που ανακαλύπτει κάτι, ο επινοητής νεοελλ. αυτός που βρίσκει κάτι το οποίο ήταν χαμένο μσν. αρχ. (για τον διάβολο) ευρέτης τής αμαρτίας, αυτός που επινοεί τεχνάσματα για να… … Dictionary of Greek
εὕρετ' — εὕρετι , εὕρετις fem voc sg εὕρετο , εὑρίσκω find aor ind mid 3rd sg εὕρετε , εὑρίσκω find aor subj act 2nd pl (epic) εὕρετε , εὑρίσκω find aor imperat act 2nd pl εὕρετε , εὑρίσκω find aor ind act 2nd pl εὕρεται , εὑρίσκω find aor subj mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)