- εὑρέσιος
εὑρέσιος, ὁ, Zeus als Vorsteher der Erfindungen, D. Hal. 1, 39.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὑρέσιος, ὁ, Zeus als Vorsteher der Erfindungen, D. Hal. 1, 39.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευρέσιος — εὑρέσιος, ὁ (Α) [εύρεσις] (επίθ. τού Διός) προστάτης τών επινοήσεων, τών εφευρέσεων … Dictionary of Greek
εὑρέσιος — εὕρεσις a finding fem gen sg (epic doric ionic aeolic) εὑρέσιος Juppiter Inventor masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὑρεσίου — εὑρέσιος Juppiter Inventor masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρίσκω — και βρέσκω (AM εὑρίσκω) 1. συναντώ κάποιον ή κάτι που ζητούσα, ανταμώνω 2. ανακαλύπτω κάτι χαμένο 3. φθάνω σ αυτό που επιδίωκα 4. ανακαλύπτω τυχαία, συναντώ κατά τύχη 5. εφευρίσκω, επινοώ, μηχανεύομαι 6. έχω από παράδοση, αποκτώ από κληρονομιά 7 … Dictionary of Greek