- εὑρεσί-κακος
εὑρεσί-κακος, erfinderisch im Bösen, Schol. Eur. Med. 407.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὑρεσί-κακος, erfinderisch im Bösen, Schol. Eur. Med. 407.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευρεσίκακος — εὑρεσίκακος, ον (ΑΜ) εφευρετικός στο κακό, ικανός να επινοήσει κάτι κακό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρεσι (< ευρίσκω, πρβλ. ευρεσί λογος, ευρεσι τέχνης) + κακός, σύνθετο τού τ. τερψίμβροτος] … Dictionary of Greek