- εὑρεσί-τεχνος
εὑρεσί-τεχνος, Künste erfindend, Orph. H. 31, 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὑρεσί-τεχνος, Künste erfindend, Orph. H. 31, 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατατηξίτεχνος — κατατηξίτεχνος, ον (Α) (ως επίθ. τού Καλλιμάχου) αυτός που δεν εργάζεται καλά, που εξευτελίζει την τέχνη του. [ΕΤΥΜΟΛ. Αν η γρφ. δεν είναι λανθασμένη, πρόκειται για σύνθ. τού τύπου τερψί μβροτος < κατα τηξι (< κατα τήκω με μεταφορική σημ.… … Dictionary of Greek
κακιζότεχνος — κακιζότεχνος, ον (Α) (ως επίθ. τού γλύπτη Καλλιμάχου) αυτός που κακίζει τα έργα τέχνης, αυτός που τούς βρίσκει μόνο ελλείψεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακίζω + τεχνος (< τέχνη), πρβλ. ευρεσί τεχνος] … Dictionary of Greek
ευρεσιτεχνία — Η εύρεση νέου ή η τελειοποίηση τεχνικού μέσου ή οργάνου. Το δίπλωμα ε. είναι ο επίσημος τίτλος που δίνεται στον εφευρέτη για την αποκλειστική εκμετάλλευση της εφεύρεσής του. Βλ. λ. εφεύρεση. * * * η 1. η επινόηση, η εφεύρεση μέσου, προϊόντος,… … Dictionary of Greek
ευρεσίτεχνος — η, ο (Α εὑρεσίτεχνος, ον) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ευρεσίτεχνο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας αρχ. αυτός που ανακαλύπτει τέχνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρεσι (< ευρίσκω) τεχνος (< τέχνη), πρβλ. έν τεχνος, κακό τεχνος) … Dictionary of Greek