- εὑρεσί-λογος
εὑρεσί-λογος (s. über den Accent Lob. zu Phryn. 770), geschickt im Auffinden u. Ersinnen von Gründen u. Worten, beredt, D. L. 4, 37 ἦν εὑρεσιλογώτατος ἀπαντῆσαι εὐστόχως; VLL. erkl. φλύαρος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὑρεσί-λογος (s. über den Accent Lob. zu Phryn. 770), geschickt im Auffinden u. Ersinnen von Gründen u. Worten, beredt, D. L. 4, 37 ἦν εὑρεσιλογώτατος ἀπαντῆσαι εὐστόχως; VLL. erkl. φλύαρος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευρεσίκακος — εὑρεσίκακος, ον (ΑΜ) εφευρετικός στο κακό, ικανός να επινοήσει κάτι κακό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρεσι (< ευρίσκω, πρβλ. ευρεσί λογος, ευρεσι τέχνης) + κακός, σύνθετο τού τ. τερψίμβροτος] … Dictionary of Greek
καθευρεσιλογώ — καθευρεσιλογῶ, έω (Α) μιλώ με ευγλωττία και με επιχειρήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + εὑρεσι λογῶ (< εὑρεσί λογος)] … Dictionary of Greek
ευρησίλογος — εὑρησίλογος και εὑρεσίλογος, ον (ΑΜ) ικανός να εφευρίσκει, να πλάθει μύθους αρχ. ικανός, επιτήδειος στο να βρίσκει έξυπνα επιχειρήματα για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρησι (< ευρίσκω, πρβλ. ευρησι επής) + λόγος (< λέγω). Σύνθ. τού τύπου… … Dictionary of Greek