- πυρι-γλώχῑν
πυρι-γλώχῑν, ῑνος, mit feuriger Spitze; bei Opp. Cyn. 2, 166 richtiger περιγλώχιν; κεραυνός, ὀϊστός, Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρι-γλώχῑν, ῑνος, mit feuriger Spitze; bei Opp. Cyn. 2, 166 richtiger περιγλώχιν; κεραυνός, ὀϊστός, Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυριγλώχιν — ονος, ὁ, ἡ, ΜΑ αυτός που έχει φλογερή κόψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + γλωχίν «άκρο, γωνία» (πρβλ. λιθο γλώχιν)] … Dictionary of Greek