- εὐ-ίστιος
εὐ-ίστιος, ion. = εὐέστιος, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-ίστιος, ion. = εὐέστιος, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεσίστιος — α, ο (για σημαίες ή σήματα) 1. αυτός που είναι υψωμένος ώς τη μέση τού ιστού σε ένδειξη πένθους («μεσίστια σημαία»·) 2. αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ιστών («μεσίστιο σύσπαστο»). επίρρ... μεσιστίως και ια με μεσίστιο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)… … Dictionary of Greek
τριίστιος — α, ο, Ν 1. ναυτ. (για πλοίο) αυτός που έχει τρεις ιστούς, τρικάταρτος 2. το ουδ. ως ουσ. το τριίστιο ναυτ. ιστιοφόρο πλοίο με τρεις κύριους ιστούς, αλλ. τρικάταρτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + ίστιος (< ιστίο), πρβλ. δι ίστιος. Το επίθ., στον λόγιο… … Dictionary of Greek
Лифистиусы — Научная классификация промежуточные ранги … Википедия