- εὐ-ίσχιος
εὐ-ίσχιος, mit schönen Hüften, M. Arg. 1 (V, 116).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-ίσχιος, mit schönen Hüften, M. Arg. 1 (V, 116).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ανίσχιος — ἀνίσχιος, ον (Α) (για πουλιά) αυτός που έχει άσαρκα σκέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + ισχιος < ισχίον «η κοιλότητα που υποδέχεται την κεφαλή του μηρού, η κοτύλη»] … Dictionary of Greek
ψακαδίσχιος — ον, Α (για άλογο) αυτός που έχει τα ισχία του γεμάτα σημάδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψακάς, άδος + ἰσχίον (πρβλ. λιπαρ ίσχιος)] … Dictionary of Greek