- εὐ-έλαιος
εὐ-έλαιος, reich an Oelbäumen, Strab. V p. 243.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-έλαιος, reich an Oelbäumen, Strab. V p. 243.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
έλαιος — ἔλαιος, ο (AM) άγρια ελιά, αγριελιά, κότινος αρχ. 1. (οξύτ. ἐλαιός) πουλί, πιθ. είδος αιγιθάλου, μελισσοφάγου 2. (κατά τον Ησύχ.) «φαρμακεύς» ροδιακή λέξη … Dictionary of Greek
Ἐλαιός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔλαιος — wild olive masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐλαιοί — Ἐλαιός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐλαιοῦ — Ἐλαιός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐλαιούς — Ἐλαιός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐλαιόν — Ἐλαιός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευέλαιος — εὐέλαιος, ον (Α) γεμάτος ελαιόδενδρα, αυτός που παράγει άφθονο και καλό λάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + έλαιος (< ελαία), πρβλ. αν έλαιος, καλλι έλαιος. Διαφέρει το έλαιος «αγριελιά»] … Dictionary of Greek
καλλιέλαιος — (AM, Α και καλλιελαία, Μ και ως επίθ. καλλιέλαιος, ον) ήμερη, καλλιεργημένη ελιά μσν. ως επίθ. φρ. «ἐλαία καλλιέλαιος» ελιά που παράγει καλή ποιότητα λαδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + έλαιος (< ἔλαιον ή < ἐλαία), πρβλ. αγρι έλαιος, φιλ… … Dictionary of Greek
κατέλαιος — κατέλαιος, ον (Α) (νια φαγητό) γεμάτος λάδι, λαδερός, ελαιώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + έλαιος (< ἔλαιον), πρβλ. οπι έλαιος, φιλ έλαιος] … Dictionary of Greek
ολιγοέλαιος — ὀλιγοέλαιος, ον (Α) (για τον καρπό τής ελιάς) αυτός που παρέχει μικρή ποσότητα ελαίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + έλαιος (< ἐλαία), πρβλ. ευ έλαιος, πολυέλαιος] … Dictionary of Greek