- εὐ-έλεγκτος
εὐ-έλεγκτος, leicht zu überführen, zu widerlegen, Plat. Theaet. 157 b; Arist. Pol. 7, 14 rhet. 3, 17 u. Sp.; – zum Widerlegen, Tadeln geneigt, Ammon. Vgl. noch εὐεξέλεγκτος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-έλεγκτος, leicht zu überführen, zu widerlegen, Plat. Theaet. 157 b; Arist. Pol. 7, 14 rhet. 3, 17 u. Sp.; – zum Widerlegen, Tadeln geneigt, Ammon. Vgl. noch εὐεξέλεγκτος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ελεγκτός — ή, ό (Α ἐλεγκτός, ή, όν) αυτός ο οποίος μπορεί ή επιβάλλεται να ελεγχθεί … Dictionary of Greek
ἐλεγκτά — ἐλεγκτά̱ , ἐλεγκτήρ one who convicts masc nom/voc/acc dual ἐλεγκτήρ one who convicts masc voc sg ἐλεγκτήρ one who convicts masc nom sg (epic) ἐλεγκτός fit to be refuted or worthy of reproof neut nom/voc/acc pl ἐλεγκτά̱ , ἐλεγκτός fit to be… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευεξέλεγκτος — η, ον (ΑΜ εὐεξέλεγκτος, ον) αυτός που μπορεί να εξελεγχθεί, να αναιρεθεί εύκολα («εὐεξέλεγκτον σόφισμα», Κλήμ. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + εξ ελεγκτος (< εξ ελέγχω), πρβλ. αν εξ έλεγκτος] … Dictionary of Greek
ευέλεγκτος — εὐέλεγκτος, ον (Α) 1. αυτός που ελέγχεται, που αναιρείται εύκολα 2. αυτός που δοκιμάζεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ελεγκτός (< ελέγχω)] … Dictionary of Greek
ευθυέλεγκτος — εὐθυέλεγκτος, ον (Μ) αυτός που εύκολα ελέγχεται, εύκολα αναιρείται. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + ελεγκτός < ελέγχω] … Dictionary of Greek