- εὐ-έλικτος
εὐ-έλικτος, schön gewunden, Schol. Soph. Tr. 792; Eust.; biegsam, von der Stimme, Poll. 5, 117.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-έλικτος, schön gewunden, Schol. Soph. Tr. 792; Eust.; biegsam, von der Stimme, Poll. 5, 117.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑλικτός — rolled masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελικτός — ή, ό (ΑΜ ἑλικτός, ή, όν Α και εἱλικτός, ή, όν) 1. στριφτός, στριφογυριστός 2. περίπλοκος, σκοτεινός, ασαφής αρχ. (για χορευτή) αυτός που κάνει στροφές … Dictionary of Greek
ἑλικτά — ἑλικτός rolled neut nom/voc/acc pl ἑλικτά̱ , ἑλικτός rolled fem nom/voc/acc dual ἑλικτά̱ , ἑλικτός rolled fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλικτῶν — ἑλικτός rolled fem gen pl ἑλικτός rolled masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλικτόν — ἑλικτός rolled masc acc sg ἑλικτός rolled neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλικταῖς — ἑλικτός rolled fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλικτοῖς — ἑλικτός rolled masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλικτοί — ἑλικτός rolled masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλικτούς — ἑλικτός rolled masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλικτή — ἑλικτός rolled fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλικτήν — ἑλικτός rolled fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)