- πυρι-καύτωρ
πυρι-καύτωρ, ορος, ὁ, der mit Feuer brennende, Timon. Phlias. 41.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρι-καύτωρ, ορος, ὁ, der mit Feuer brennende, Timon. Phlias. 41.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρικαύτωρ — ορος, ὁ, Α αυτός που εκπέμπει φωτιά και καίει («σφαίρης πυρικαύτορα κύκλον», Τίμων Φλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + καύτωρ < θ. καυ τού καίω (πρβλ. καυ τήρ) + επίθημα τωρ] … Dictionary of Greek