- πυρι-γενέτης
πυρι-γενέτης, ὁ, = πυριγενής, πυριγενετᾶν χαλινῶν, Aesch. Spt. 189, im Feuer gearbeitet, geschmiedet.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρι-γενέτης, ὁ, = πυριγενής, πυριγενετᾶν χαλινῶν, Aesch. Spt. 189, im Feuer gearbeitet, geschmiedet.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυριγενέτης — ὁ, Α πυριγενής («στόμια πυριγενετᾶν χαλινῶν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + γενέτης (< θ. γενε τού γίγνομαι, πρβλ. γένεσις), πρβλ. αιθρη γενέτης] … Dictionary of Greek