- εὐ-έπεια
εὐ-έπεια, ἡ, Wohlredenheit, Plat. Phaedr. 267 c; oft bei D. Hal. Bei Soph. O. R. 932 freundliche oder Glück bedeutende Rede, Schol. ἡ καλὴ φράσις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-έπεια, ἡ, Wohlredenheit, Plat. Phaedr. 267 c; oft bei D. Hal. Bei Soph. O. R. 932 freundliche oder Glück bedeutende Rede, Schol. ἡ καλὴ φράσις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Ἐπειάς — Ἐπειά̱ς , Ἐπειός fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοέπεια — κακοέπεια, ἡ (Α) ο κακός τρόπος έκφρασης, το κακό ύφος τού λόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + έπεια (< επής < ἔπος), πρβλ. ορθο έπεια, ψευδο έπεια] … Dictionary of Greek
θεσπιέπεια — θεσπιέπεια, ἡ (Α) αυτή που εκπέμπει θεία έπη, η προφητική («θεσπιέπεια Δελφίς πέτρα», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θέσπις + έπεια (< έπης < έπος), πρβλ. καλλι έπεια < καλλι επής. Μολονότι εξ απόψεως παραγωγής ο τ. είναι ουσιαστικό,… … Dictionary of Greek
ορθοέπεια — η (Α ὀρθοέπεια) η ορθή έκφραση τού λόγου, η ορθή γλωσσική διατύπωση τών διανοημάτων, η τήρηση τών γραμματικών και συντακτικών κανόνων στον λόγο, προφορικό και γραπτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + έπεια (< επής < ἔπος), πρβλ. καλλι έπεια] … Dictionary of Greek
πλατυέπεια — η, NM καυχησιολογία, μεγαλορρυμοσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + έπεια (< επής < ἔπος), πρβλ. ορθο έπεια] … Dictionary of Greek
συνέπεια — η, ΝΜΑ νεοελλ. 1. επακολούθημα, αποτέλεσμα, απόρροια, επίπτωση (α. «η έντονη κούραση είναι συνέπεια τής αρρώστιας του» β. «ευτυχώς που η συμπεριφορά του δεν είχε συνέπειες στη βαθμολογία του») 2. λογική ακολουθία 3. το να είναι κανείς πιστός στον … Dictionary of Greek
θυμαλγής — θυμαλγής, ές (Α) 1. (κυρίως για λόγια) αυτός που θλίβει την ψυχή, που επιφέρει ψυχικό πόνο («λέγων θυμαργέα ἔπεια», Ηρόδ.) 2. αυτός που θλίβεται εσωτερικά («θυμαλγὴς καρδία», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμός + αλγής (< άλγος), πρβλ. βαρυ αλγής,… … Dictionary of Greek