- εὐ-έρκτης
εὐ-έρκτης, ὁ, = εὐεργέτης, Ant. Th. 30 (IX, 92).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-έρκτης, ὁ, = εὐεργέτης, Ant. Th. 30 (IX, 92).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρκτῆς — εἱρκτή an inclosure fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)