- εὐ-άλιος
εὐ-άλιος, dor. für εὐήλιος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-άλιος, dor. für εὐήλιος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Ἅλιος — masc nom sg Ἅλις masc gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλιος — (I) ἅλιος, ία, ον και ος, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει στη θάλασσα, ο θαλάσσιος 2. ως προσδιορισμός θεών, νυμφών κ.λπ. τής θάλασσας (Νηρέας, Νηρηίδες). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλς. ΠΑΡ. ἁλιεύς, αρχ. άλιας. ΣΥΝΘ. αρχ. ἐνάλιος, εἰνάλιος νεοελλ. αλιόφως]. (II)… … Dictionary of Greek
.άλιος — ἅ̱λιος , ἅλιος 1 of the sea masc nom sg ἅ̱λιος , ἅλιος 1 of the sea masc/fem nom sg ἅλιος , ἅλιος 2 fruitless masc nom sg ἅ̱λιος , ἥλιος sun masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἅλιος — ἅ̱λιος , ἅλιος 1 of the sea masc nom sg ἅ̱λιος , ἅλιος 1 of the sea masc/fem nom sg ἅλιος 2 fruitless masc nom sg ἅ̱λιος , ἥλιος sun masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἁλίω — Ἅλιος masc nom/voc/acc dual Ἅλιος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἁλίοιο — Ἅλιος masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἁλίοις — Ἅλιος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἁλίοισι — Ἅλιος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἁλίοισιν — Ἅλιος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἁλίου — Ἅλιος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἁλίους — Ἅλιος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)