ἁλωτός — liable to capture masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλωτός — ή, ό (Α ἁλωτός, ή, όν) αλώσιμος, ευάλωτος αρχ. κατορθωτός, εφικτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἁλω (πρβλ. αόρ. ἑ άλω ν τού ρ. ἁλίσκομαι) + παραγ. κατάλ. τός] … Dictionary of Greek
ἁλωτά — ἁλωτός liable to capture neut nom/voc/acc pl ἁλωτά̱ , ἁλωτός liable to capture fem nom/voc/acc dual ἁλωτά̱ , ἁλωτός liable to capture fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλωτόν — ἁλωτός liable to capture masc acc sg ἁλωτός liable to capture neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλωτοῖς — ἁλωτός liable to capture masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλωτοί — ἁλωτός liable to capture masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλωτούς — ἁλωτός liable to capture masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλωτή — ἁλωτός liable to capture fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλωτήν — ἁλωτός liable to capture fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλωτῶ — ἁλωτός liable to capture masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηριάλωτος — θηριάλωτος, ον (Α) αυτός που συνελήφθη από θηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + άλωτος (< αλίσκομαι), πρβλ. δορυ άλωτος, ευ άλωτος] … Dictionary of Greek