- πυρι-γόνος
πυρι-γόνος, Feuer erzeugend, γῆς φύσιν πυριγόνον ἐχούσης, Plut. Alex. 35; u. mit verändertem Accent, πυρίγονος, vom, im Feuer erzeugt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρι-γόνος, Feuer erzeugend, γῆς φύσιν πυριγόνον ἐχούσης, Plut. Alex. 35; u. mit verändertem Accent, πυρίγονος, vom, im Feuer erzeugt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κηκιδογόνος — ο, θηλ. και α (για έντομα) αυτός που προκαλεί κηκίδες στα δέντρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηκίς, ῖδος + γόνος (< γίγνομαι), πρβλ. δακρυο γόνος, πυρι γόνος] … Dictionary of Greek
πυρίγονος — ον, Α αυτός που γεννήθηκε ή παράχθηκε από τη φωτιά ή μέσα στη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + γονος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. θαλασσί γονος, ορεσσί γονος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημασία] … Dictionary of Greek
πυριγόνος — και πυρογόνος, ον, Α αυτός που γεννά, που παράγει φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι / πυρο (βλ. λ. πυρ) + γόνος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. δακρυο γόνος, παιδο γόνος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργητική σημασία] … Dictionary of Greek