πυριευτής, ὁ, der bei Fackelschein Fischende, Poll. 1, 96.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυριευτής — ὁ, Α βλ. πυρευτής … Dictionary of Greek
πυρευτής — ο, ΝΑ, και πυριευτής Α [πυρεύω] νεοελλ. ναυτ. ο πυροδότης αρχ. αυτός που ψαρεύει με πυρσούς, με πυροφάνια … Dictionary of Greek