εὐ-άκτῑν

εὐ-άκτῑν

εὐ-άκτῑν, ῑνος, mit schönen Strahlen, E. M.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ακτίν — ἀκτὶν ( ῑνος), η (Α) η ακτίνα …   Dictionary of Greek

  • ἀκτῖν' — ἀκτῖνα , ἀκτίς ray fem acc sg ἀκτῖνι , ἀκτίς ray fem dat sg ἀκτῖνε , ἀκτίς ray fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευάκτιν — εὐάκτιν ( ινος), ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει ωραίες, λαμπρές ακτίνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + άκτιν (< ακτίς), πρβλ. χρυσ άκτιν] …   Dictionary of Greek

  • Actinotus — Taxobox image caption = Actinotus helianthi at Henry Head Track, Botany Bay National Park name = Actinotus regnum = Plantae divisio = Magnoliophyta classis = Magnoliopsida ordo = Apiales familia = Mackinlayaceae genus = Actinotus genus authority …   Wikipedia

  • Actinotus helianthi — Taxobox image caption = Actinotus helianthi at Henry Head Track, Botany Bay National Park name = Sydney Flannel Flower regnum = Plantae divisio = Magnoliophyta classis = Magnoliopsida ordo = Apiales familia = Mackinlayaceae genus = Actinotus… …   Wikipedia

  • Actinotus —   Actinotus …   Wikipedia Español

  • -ίδιο(ν) — υποκορ. κατάλ. τής Ελληνικής, η οποία στη Νέα Ελληνική εμφανίζεται συνήθως με τη μορφή ίδι* (Ι), χρησιμοποιείται, όμως, συχνά και με την πρωτογενή μορφή της, ιδίως σε τεχνικούς επιστημονικούς όρους (πρβλ. αρθρ ίδιο, κρατ ίδιο, μαχαιρ ίδιο, ξιφ… …   Dictionary of Greek

  • ακτίνα — Μια από τις φωτεινές γραμμές που εκπέμπονται από ένα φωτεινό σώμα (π.χ. οι α. του ήλιου). Γενικά, κάθε φανταστική γραμμή που ξεκινά από ένα κεντρικό σημείο προς κάθε διεύθυνση (π.χ. οπτική α.). Η έκταση έως την οποία μπορεί να φτάσει κάποια… …   Dictionary of Greek

  • ηλιώτης — ἡλιώτης, ὁ, θηλ. ἡλιῶτις, ποιητ. τ. θηλ. ἠελιῶτις, ἡ (Α) 1. αυτός που ανήκει στον ήλιο («ἀκτῑν ἐς ἡλιῶτιν», Σοφ.) 2. (αρσ. πληθ.) οἱ ἡλιῶται οι κάτοικοι τού ήλιου 3. θηλ. ἡ ἡλιῶτις ιωνική ονομασία τής αυγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλι(ο) * + κατάλ. ωτης… …   Dictionary of Greek

  • κρινωτός — κρινωτός, ή, όν (Α) ο στολισμένος με κρίνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνον + επίθημα ωτός (πρβλ. ακτιν ωτός, κλιμακ ωτός)] …   Dictionary of Greek

  • χρυσάκτινος — η, ο / χρυσάκτιν, ινος, ΝΜΑ, και χρυσάχτινος Ν, και χρυσάκτις, ινος, ΜΑ αυτός που εκπέμπει χρυσές ακτίνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + άκτινος (< ἀκτίς, ῖνος) πρβλ. εὐ άκτιν, πεντάκτινος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”