εὐ-άγρευτος

εὐ-άγρευτος

εὐ-άγρευτος, Schol. Opp. Hal. 4, 587, Erkl. von εὔαγρος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀγρευτός — caught masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγρευτόν — ἀγρευτός caught masc/fem acc sg ἀγρευτός caught neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεάγρευτος — κρεάγρευτος, ον (Α) (για βράχους) αυτός που ξεσχίζει, που αποσπά το κρέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο) * + ἀγρευτός < ἀγρεύω «συλλαμβάνω»] …   Dictionary of Greek

  • ἀγρευτά — ἀγρευτά̱ , ἀγρευτής hunter masc nom/voc/acc dual ἀγρευτής hunter masc voc sg ἀγρευτής hunter masc nom sg (epic) ἀγρευτός caught neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγρευτῶν — ἀγρευτής hunter masc gen pl ἀγρευτός caught masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”