βίοτος — βίοτος, ο (Α) 1. βίος, ζωή 2. τα αναγκαία για τη ζωή 3. τα υπάρχοντα, ο πλούτος 4. το ανθρώπινο γένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. βίος] … Dictionary of Greek
βίοτος — life masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιότω — βίοτος life masc nom/voc/acc dual βίοτος life masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιότοιο — βίοτος life masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιότοις — βίοτος life masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιότου — βίοτος life masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιότους — βίοτος life masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιότων — βίοτος life masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιότῳ — βίοτος life masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βίοτον — βίοτος life masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακροβίοτος — η, ο (Α μακροβίοτος, ον) μακρόβιος νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο μακροβίοτος ζωολ. γένος βραδύπορων ασπονδύλων τών γλυκών νερών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + βίοτος (< βίος), πρβλ. ομοιο βίοτος, σκληρο βίοτος] … Dictionary of Greek