εὐ-βίοτος

εὐ-βίοτος

εὐ-βίοτος, gut, behaglich lebend, im Ggstz von κακόβιος, Thiere, die sich ihren Lebensunterhalt zu verschaffen wissen, καὶ εὐμήχανα πρὸς τὸν βίον Arist. H. A. 9, 11. 16; von Menschen, auf das Sittliche gehend, neben κόσμιος D. Cass. 52, 39.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βίοτος — βίοτος, ο (Α) 1. βίος, ζωή 2. τα αναγκαία για τη ζωή 3. τα υπάρχοντα, ο πλούτος 4. το ανθρώπινο γένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. βίος] …   Dictionary of Greek

  • βίοτος — life masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιότω — βίοτος life masc nom/voc/acc dual βίοτος life masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιότοιο — βίοτος life masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιότοις — βίοτος life masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιότου — βίοτος life masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιότους — βίοτος life masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιότων — βίοτος life masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιότῳ — βίοτος life masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βίοτον — βίοτος life masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακροβίοτος — η, ο (Α μακροβίοτος, ον) μακρόβιος νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο μακροβίοτος ζωολ. γένος βραδύπορων ασπονδύλων τών γλυκών νερών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + βίοτος (< βίος), πρβλ. ομοιο βίοτος, σκληρο βίοτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”