- εὐ-αίνητος
εὐ-αίνητος, wohl gepriesen, Ὀρφεύς, Pind. P. 4, 177.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-αίνητος, wohl gepriesen, Ὀρφεύς, Pind. P. 4, 177.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αινητός — αἰνητός, ή, όν (Α) ο αινετός* … Dictionary of Greek
Αἴνητος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰνητά — αἰνητός neut nom/voc/acc pl αἰνητά̱ , αἰνητός fem nom/voc/acc dual αἰνητά̱ , αἰνητός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰνητόν — αἰνητός masc acc sg αἰνητός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰνητῇ — αἰνητός fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰνήτου — Αἴνητος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἴνητον — Αἴνητος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαίνητος — ή μεγαίνετος, ον (Α) πολύ ένδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + ἄνητος και αἴνετος (< αἰνῶ), πρβλ. ευ αίνητος, πολυ αίνητος] … Dictionary of Greek
ευαίνετος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ο μεγαλύτερος χαράκτης νομισμάτων της αρχαιότητας (τέλη 5ου αι. π.Χ.). Εργάστηκε στα νομισματοκοπεία των Συρακουσών, της Κατάνης και της Καμάρινας. Στις Συρακούσες δημιούργησε τρεις τύπους νομισμάτων με γυναικείες… … Dictionary of Greek
πολυαίνετος — και πολυαίνητος, ον, Α πολύαινος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + αἰνετός/ αἰνητός (< αἰνῶ «μιλώ για κάποιον, δοξάζω»), πρβλ. ευ αίνετος] … Dictionary of Greek