- εὐνάσιμος
εὐνάσιμος, ον, bequem zum Lager, Xen. Cyn. 8, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐνάσιμος, ον, bequem zum Lager, Xen. Cyn. 8, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευνάσιμος — εὐνάσιμος, ον (Α) [ευνάζω] 1. ο χρήσιμος ή κατάλληλος για κατάκλιση, για να κοιμάται κάποιος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ εὐνάσιμα άνετα μέρη, κατάλληλα για ύπνο … Dictionary of Greek
εὐνάσιμα — εὐνάσιμος good for sleeping in neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)