- εὐ-βάστακτος
εὐ-βάστακτος, leicht zu tragen, Her. 2, 125 u. öfter bei Folgdn; leicht zu ertragen, Arist. polit. 1, 9 rhet. 1, 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-βάστακτος, leicht zu tragen, Her. 2, 125 u. öfter bei Folgdn; leicht zu ertragen, Arist. polit. 1, 9 rhet. 1, 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαστακτός — borne masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαστακτόν — βαστακτός borne masc acc sg βαστακτός borne neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαστακτή — βαστακτός borne fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοβάστακτος — η, ο (Α θεοβάστακτος, ον) αυτός ο οποίος εβάστασε τον θεό («θεοβάστακτος θρόνος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + βάστακτος (< βαστάζω), πρβλ. δυσ βάστακτος, ευ βάστακτος] … Dictionary of Greek
βαστακτά — βαστακτά̱ , βαστακτής bearer masc nom/voc/acc dual βαστακτής bearer masc voc sg βαστακτής bearer masc nom sg (epic) βαστακτός borne neut nom/voc/acc pl βαστακτά̱ , βαστακτός borne fem nom/voc/acc dual βαστακτά̱ , βαστακτός borne fem nom/voc sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευβάστακτος — εὐβάστακτος, ον (ΑΜ) αυτός τον οποίο εύκολα μπορεί κανείς να βαστήξει για να μετακινήσει ή να μεταφέρει αρχ. (για νόσο) εκείνη την οποία εύκολα υποφέρει κανείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βαστακτός (< βαστάζω), πρβλ. α βάστακτος] … Dictionary of Greek
βαστακτῶν — βαστακτής bearer masc gen pl βαστακτός borne fem gen pl βαστακτός borne masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασταχτός — ή, ό (AM βαστακτός, ή, όν) [βαστάζω] αυτός τον οποίο μεταφέρουν στα χέρια, σηκωτό νεοελλ. φιλάργυρος … Dictionary of Greek
βαστακτοῦ — βαστακτής bearer masc gen sg βαστακτός borne masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαστακτῇ — βαστακτής bearer masc dat sg (attic epic ionic) βαστακτός borne fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)