εὐ-μάραθος

εὐ-μάραθος

εὐ-μάραθος, πρηών, reich an Fenchel, Leon. Tar. 56 (IX, 318).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μάραθος — fennel masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάραθος — I Αρχαία πόλη της νότιας Φοινίκης. Βρισκόταν στην ακτή της Συρίας και κοντά στο νησί Άραδος, από το οποίο και ήταν άμεσα εξαρτημένη για μεγάλο χρονικό διάστημα. Την κατέλαβε ο Μέγας Αλέξανδρος και τη χρησιμοποίησε ως ορμητήριο για την καθυπόταξη… …   Dictionary of Greek

  • Μάραθος ή Μαραθών — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας του ομώνυμου αρχαίου δήμου της Αττικής, όπου τον τιμούσαν ιδιαίτερα. Ήταν γιος του Επωπέα από τη Σικυώνα, που αργότερα μετοίκησε στα παράλια της Αττικής. Σύμφωνα με άλλη παράδοση ήταν ήρωας της Αρκαδίας και οδηγός των… …   Dictionary of Greek

  • μάραθο — Διετής ή πολυετής πόα της οικογένειας των σκιαδοφόρων (δικοτυλήδονα). Είναι αυτοφυής σε όλη την Ελλάδα και μπορεί να φτάσει σε ύψος τα 2,5 μ. Η επιστημονική του ονομασία είναι Foeniculum vulgare.Είναι γνωστό από την αρχαία εποχή με την ονομασία μ …   Dictionary of Greek

  • μαράθω — μάραθον fennel neut nom/voc/acc dual μάραθον fennel neut gen sg (doric aeolic) μάραθος fennel masc nom/voc/acc dual μάραθος fennel masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Amrit — This article is about the ancient city of Amrit. For the Hindi film of Rajesh Khanna, see Amrit (film). For the mythical substance, see Amrita. Coordinates …   Wikipedia

  • Marathasa Valley — Marathassa Valley is a beautiful and fertile valley in the Troödos Mountains of Cyprus. It takes its name from the plant Marathos (Greek: Μάραθος), a type of fennel which grows in the area. The area is known for its splendid cherries. The valley… …   Wikipedia

  • Zacharo — Gemeinde Zacharo Δήμος Ζαχάρως …   Deutsch Wikipedia

  • МАРАФ —    • Marăthus,          Μάραθος, некогда значительный город в Финикии, расположенный против города Арада, н. Амрит. Arr. 2, 13. 8. 14, 1. 15, 6. Strab. 16, 753 …   Реальный словарь классических древностей

  • ευμάραθος — εὐμάραθος, ον (Α) (για τόπο, για αγρό) αυτός που έχει καλό και άφθονο μάραθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μάραθος] …   Dictionary of Greek

  • στεφανίας — Ορεινός οικισμός (23 κάτ., υψόμ. 960 μ.), στην επαρχία Καρδίτσας του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (31 τ. χλμ., 85 κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι τρεις μεγαλύτεροι οικισμοί, η Ρωμιά (25 κάτ., υψόμ. 840 μ.), το Αετοχώρι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”